- ἵπτω
- πέτομαιflypres imperat mp 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ίπτομαι — ἴπτομαι (Α) 1. πιέζω ισχυρά, καταπιέζω («μέγα δ ἴψαο λαὸν Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. ζημιώνω 3. (το ενεργ. μόνο στο Μέγα Ετυμολογικόν και στον Ησύχ.) ίπτω βλάπτω 4. χτυπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ἴπτομαι < θ. ἴπ τού ἶπος* «βάρος, φορτίο», τού οποίου… … Dictionary of Greek